- πεισματώνω
- см. πεισμώνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεισματώνω — και πεισμώνω, πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματωμένος και πεισμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεισματώνω — και πεισμώνω πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματώθηκα και πεισμώθηκα, πεισματωμένος και πεισμωμένος 1. προκαλώ την αντίδραση, το πείσμα κάποιου. 2. αμτβ., βάζω πείσμα, γίνομαι ισχυρογνώμονας: Πεισμάτωσαν τον άνθρωπο και δεν τους μιλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισματώνω — [πείσμα, ατος (Ι)] 1. κάνω κάποιον να βάλει πείσμα, προκαλώ το πείσμα του, την πείσμονα αντίδρασή του, τόν εξερεθίζω, τόν εξοργίζω 2. (αμτβ.) βάζω πείσμα, θυμώνω, φανατίζομαι, εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
πεισμώνω — πεισματώνω και πεισμώνω, πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματωμένος και πεισμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεισμάτωμα — το [πεισματώνω] το αποτέλεσμα τού πεισματώνω, το να γίνεται κανείς πείσμονας ή το να κάνει κάποιον για να πεισμώσει … Dictionary of Greek
πεισμώνω — [πείσμα (Ι)] 1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον 2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν» 3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» η μάχη που γίνεται με… … Dictionary of Greek
γινατώνω — γινάτωσα, γινατωμένος, πεισματώνω, θυμώνω: Αν δεν της κάνεις το χατίρι, γινατώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισμάτωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πεισματώνω, ισχυρογνωμοσύνη, έντονη εμμονή σε μια γνώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισμώνω — βλ. πεισματώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάρω — (λ. ιταλ.), πικάρισα, πικαρίστηκα, πικαρισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πειραχτεί, θυμώνω κάποιον, τον πεισματώνω: Μην τον πικάρεις κάθε τόσο με τα λόγια σου. 2. αμτβ., πεισμώνω, θυμώνω, πειράζομαι, θίγομαι: Πικαρίστηκα μ αυτό που μου έκανε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρκίζω — φούρκισα, φουρκίστηκα, φουρκισμένος 1. στυλώνω (κλαδιά δέντρου) με διχαλωτή φούρκα, με διχαλωτό πάσσαλο: Φουρκίζουν τα κλαριά της μηλιάς. 2. κρεμώ στη φούρκα, απαγχονίζω: Κι ο κύρης τση σαν πιβουλή βάνει να με φουρκίσει (Ερωτόκριτος). 3. εξοργίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)